Το σύνολο των ιστοριογραφικών πληροφοριών και των αρχαιολογικών ευρημάτων της επαρχίας Μετσόβου ενισχύει την άποψη ότι πρόκειται για μια περιοχή που κατοικήθηκε διαρκώς από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Επιπλέον, τα διάφορα τοπωνύμια ρωμαϊκής προέλευσης επιβεβαιώνουν τη ρωμαϊκή παρουσία στην περιοχή, από το 167 έως το 250 μ.Χ.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από τον 10ο αιώνα και ως τα τέλη του 18ου αιώνα, το Μέτσοβο τελεί υπό προνομιακό καθεστώς. Ο Κων/νος Πορφυρογέννητος τον 10ο αιώνα, ο Ανδρόνικος Γ΄ τον 14ο αιώνα, ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ το 1430 και ο Σουλτάνος Μεχμέτ Δ΄ το 1659, παραχωρούν διαδοχικά στο Μέτσοβο και στα γειτονικά χωριά προνόμια, με τα οποία τους παρέχονται οικονομικές ευκολίες, πολιτικές ελευθερίες καθώς και διοικητική και εκκλησιαστική αυτονομία. Στόχος τους είναι η εξασφάλιση της συνεργασίας των κατοίκων στον έλεγχο της ορεινής διάβασης του Ζυγού ή της Κατάρας, μέσω της οποίας επικοινωνεί η Ήπειρος με τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία.
Το Μέτσοβο, χάρη στα ιδιαίτερα αυτά προνόμια σημείωσε σημαντική εμπορική, οικονομική, πνευματική και πολιτιστική πρόοδο. Ακόμη, λόγω της γεωγραφικής του θέσης αποτέλεσε συγκοινωνιακό κόμβο ιδιαίτερης σημασίας και σημείο στάσης απόλυτα αναγκαίας για τον ανεφοδιασμό και την ανάπαυση των καραβανιών και των οδοιπόρων.
Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα (1880) το Μέτσοβο μαζί με το Ανήλιο αριθμούσε 830 «οίκους» και περίπου 7.000 κατοίκους, ενώ το 1888 στο Μέτσοβο υπήρχαν τέσσερις φούρνοι, επτά πανδοχεία, επτά σφαγεία, έντεκα παντοπωλεία, ένα ελληνικό σχολείο (Γυμνάσιο), δύο παρθεναγωγεία και δύο νηπιαγωγεία (ένα αρρένων κι ένα θηλέων). Ταυτόχρονα, ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, μεγάλη άνθηση γνωρίζουν η ξυλογλυπτική, η υφαντουργία και η αργυροχρυσοχοΐα. Μεγάλη καταστροφή υπέστη το Μέτσοβο στις 27 Μαρτίου 1854 από τα τουρκικά στρατεύματα του Αβδή Πασά μετά τον ξεσηκωμό των Μετσοβιτών, με οπλαρχηγό τον Θεοδωράκη Γρίβα («χαλασμός του Γρίβα»), που κράτησε τρεις μέρες. Μετά τη μάχη το Μέτσοβο λεηλατείται και πολλά σπίτια καίγονται. Η πρόοδος που σημειώθηκε στο Μέτσοβο μετά την καταστροφή του Γρίβα οφείλεται στους πολλούς ευεργέτες που ανέδειξε η πόλη, οι οποίοι με τα πλούσια κληροδοτήματα που άφησαν, το στήριξαν οικονομικά. Το Μέτσοβο απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό στις 31 Οκτωβρίου του 1912 από δυνάμεις του τακτικού ελληνικού στρατού, των Κρητών και Ηπειρωτών εθελοντών.
Αποφασιστικής σημασίας γεγονός για τη σύγχρονη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του Μετσόβου αποτελεί το Ίδρυμα Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα, που δημιουργήθηκε το 1948 από τον ίδιο τον ευεργέτη, με την παρακίνηση και ενθάρρυνση του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα.
Στους μεγάλους άνδρες του Μετσόβου συγκαταλέγονται ο Μετσοβίτης νεομάρτυρας Νικόλαος, οι Διδάσκαλοι του Γένους Νικόλαος Τζαρτζούλης, Παρθένιος Κατζιούλης, Δημήτριος Βαρδάκας, Τρύφων ο Ιερομόναχος και Αδάμ Τσαπέκος.
Αρκετοί είναι και οι εθνικοί ευεργέτες, όπως οι Γεώργιος Αβέρωφ, Νικόλαος Στουρνάρας, Μιχαήλ Τοσίτσας, Τριαντάφυλλος Τσουμάγκας, Κυριάκος Φλόκας και ο Βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας.
Τέλος, σημαντικοί ήταν και οι εθνικοί αγωνιστές Δημήτριος Ίπατρος, Αναστάσιος Μανάκης, Ιωάννης Γκαδέλος, Αποστόλης Χατζής, Δημήτριος Ζαμάνης καθώς και ο πολιτικός και ευεργέτης Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας.
Η Ήπειρος, ως γεωγραφική έννοια, αρχίζει να αναφέρεται μόλις κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ, ως πολιτική έννοια, εμφανίζεται για πρώτη φορά το 330 π.Χ. με τη συμμαχία των Ηπειρωτών.
Οι Ηπειρώτες σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας ήταν χωρισμένοι σε φύλα που αποτελούσαν τη βάση της πολιτικής ζωής. Πολιτιστικά και γλωσσικά, η Ήπειρος ήταν συνδεδεμένη με τη Μακεδονία, αλλά η επίδραση του πολιτισμού της νότιας Ελλάδας άρχισε σχετικά νωρίς (τα πρώτα νομίσματα χρονολογούνται στο 4ο αιώνα π.Χ.). Βασική απασχόληση των κατοίκων της Ηπείρου αποτέλεσαν η γεωργία και η κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα η αστική ανάπτυξη να είναι πολύ περιορισμένη. Οι πρώτες πόλεις ιδρύθηκαν μόλις στα ελληνιστικά χρόνια. Από αυτές ξεχώρισαν οικισμοί, όπως η Πασσαρών, ο Τέκμων, η Κασσώπη, η Αμβρακία και κυρίως η Δωδώνη, κέντρο λατρείας του Πελασγικού Δία, ενώ ολόκληρη η περιοχή γνώρισε περιόδους ακμής, κυρίως στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου (297-272 π.Χ.) που ένωσε κάτω από την ηγεμονία του όλα τα Ηπειρωτικά φύλα.
Από τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. αναφέρεται ότι κατοικούσαν στην περιοχή του Μετσόβου λαοί ποιμενικοί που μιλούσαν ελληνικά, όπως οι Αίθικες και ίσως οι Τυμφαίοι. Στα μέρη αυτά δεν έχουν επισημανθεί προϊστορικά κατάλοιπα, παρά ελληνικές και ρωμαϊκές εγκαταστάσεις, όπως στην Κουτσούφλιανη, στις Πολιτσιές και στο Βοτονόσι, ενώ ανέκαθεν περνούσε από την περιοχή η κύρια διάβαση από τα δυτικά προς τα ανατολικά της Πίνδου, εξαιρετικής στρατηγικής και εμπορικής σημασίας.
Το Μέτσοβο μνημονεύεται για πρώτη φορά το 1380 μ.Χ. στο ανώνυμο χρονικό των Ιωαννίνων, όπου ο ιερομόναχος Ησαΐας αναφέρεται ως καθηγούμενος Μετσόβου, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής είναι βλάχοι και αποκαλούνται «κουτσόβλαχοι» ή «μπουρτζόβλαχοι».
Η προέλευση του τοπωνυμίου δεν είναι εξακριβωμένη. Υποστηρίζεται ότι μπορεί να είναι σλάβικο και ότι σημαίνει «αρκουδοχώρι» από τις σλάβικες λέξεις «μέτσκα», που σημαίνει αρκούδα και «όβο», που σημαίνει χωριό. Η άποψη αυτή δε φαίνεται ορθή, γιατί οι αρκούδες υπάρχουν παντού στην ευρύτερη περιοχή. Το Μέτσοβο, στα κουτσοβλάχικα, λέγεται «Α-μίτζιο» που σημαίνει «εις το Μίτζιο» και σε παλιά κείμενα αναγράφεται «Μέτζοβο» και «Μέσσοβο». Είναι πιθανό το «μίτζιο» – «Μέτζο» να είναι παραφθορά του «μέσου» και με την προσθήκη του σλάβικου «όβο» έγινε «Μέτζοβο». Η παλαιότερη ονομασία του χωριού ίσως ήταν «Μέσο» ή «Μέσο-χώρι» που υποδηλώνει πράγματι και το τοπογραφικό στίγμα της θέσης, στο μέσο της περιοχής.
Οι παλαιότεροι διανοούμενοι του Μετσόβου, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι το τοπωνύμιο προέρχεται από το όνομα του ποταμού Μίντσιο, που υπάρχει κοντά στην πόλη Ambruce της Ιταλίας, περιοχή από την οποία έλκουν την καταγωγή τους οι ίδιοι και οι Βλάχοι της Θεσσαλίας.
Όσον αφορά την προέλευση του ονόματος Βλάχος, υπάρχει η άποψη ότι με τη λέξη Welsch ή Walachen, ονόμαζαν οι Γερμανοί τους λατινόφωνους Ιταλούς, Ελβετούς, Βέλγους, Γάλλους και τους Βλάχους της Ρουμανίας, που για πολλούς αιώνες γειτόνευαν. Στην κάθοδό τους προς τη Ρουμανία, οι Σλάβοι υποτάχτηκαν στους Γερμανούς και Γότθους της Τρανσυλβάνιας, όπου και ήρθαν σε επαφή με τους λατινόφωνους Βλάχους. Εκεί ακούγοντας τους Γερμανούς να τους ονομάζουν Welsch ή Walachen τους ονόμαζαν κι αυτοί Βλάχοι στη γλώσσα τους, δηλαδή λατινόφωνους. Από τους Σλάβους διαδόθηκε στη Βαλκανική ο όρος Βλάχος = λατινόφωνας.
Στο Μέτσοβο, πέρα από την ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιείται σε στενό, οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον ως προφορική μόνο γλώσσα και η κουτσοβλάχικη. Πρόκειται για τα «βλάχικα», ένα νεολατινικό ιδίωμα, γνωστότερο στους γλωσσολογικούς κύκλους με το νεολογικό «αρωμουνική», παράγωγο του Αρωμούνος, με το οποίο αυτοαποκαλούνται οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι των ελληνικών χωρών. Η γένεση της «αρωμουνικής» χρονολογείται από την εμφάνιση των Ρωμαίων στην ελληνική χερσόνησο και κοιτίδα της είναι η πανάρχαια οδική αρτηρία που συνέδεε Δύση – Ανατολή, η μετέπειτα Εγνατία οδός. Από τους Έλληνες, πρώτοι χρήστες της λατινικής λογίζονται οι εκπρόσωποι των ελληνικών πόλεων, που ήταν υποχρεωμένοι να επικοινωνούν με τη Ρώμη στην επίσημη γλώσσα της. Ακολουθούν οι Έλληνες που υπηρετούν στο ρωμαϊκό στρατό και επιστρέφοντας στη γενέτειρά τους αναλαμβάνουν τη φρούρηση επίκαιρων οδικών κόμβων και κυρίως ορεινών διαβάσεων, όπως είναι το πέρασμα του Ζυγού στο Μέτσοβο. Η γνώση της λατινικής αποτελεί απαραίτητο εφόδιο για τους δημόσιους υπαλλήλους του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο επιλέγει τους συγκεκριμένους κατά προτίμηση μεταξύ των Ελλήνων. Χρήσιμη, επίσης, είναι η λατινική και για τους εμπόρους, ξενοδόχους, επαγγελματίες, επιστήμονες, που επιθυμούν να κινούνται ελεύθερα και επικερδώς στον τεράστιο χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το Μέτσοβο ευτύχησε σε όλο το διάστημα της μακραίωνης ιστορικής του πορείας να τύχει ιδιαίτερων προνομιακών μεταχειρίσεων, οι οποίες συνέβαλαν στην επιβίωση και επιτάχυναν τους ρυθμούς ανάπτυξης σε δύσκολους καιρούς. Το 1430 μ.Χ., χορηγήθηκαν προνόμια στους Μετσοβίτες από τον Σουλτάνο Μουράτ τον Β’, ως επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς των Μετσοβιτών φυλάκων του Ζυγού προς τα τουρκικά στρατεύματα του Σινάν Πασά, που κατευθυνόταν στα Γιάννινα.
Τα προνόμια του 1430, που ενδεχομένως αποτελούν προσθήκες ή βελτιώσεις σε προϋπάρχοντα προνόμια, διατηρήθηκαν μέχρι το 1480. Έκτοτε τα τουρκικά στρατεύματα καταπίεζαν, λεηλατούσαν και πολλές φορές έφταναν μέχρι και σε εκτελέσεις αθώων Μετσοβιτών. Οι προύχοντες του Μετσόβου προσέφυγαν στην προστασία της βασιλομήτορος, η οποία και ενέκρινε να διοικούνται απευθείας από αυτή. Η προστασία της διατηρήθηκε μέχρι το 1648.
Με την κατάργηση της εξουσίας της βασιλομήτορος καταλύθηκε και η αυτονομία σε αυτό το τμήμα της Ηπείρου. Στο χρονικό διάστημα 1650-1659 το Μέτσοβο διέρχεται μεγάλη κρίση. Οι κάτοικοί του αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, η φορολογία γίνεται δυσβάστακτη και οι αλβανικές συμμορίες λεηλατούν την περιοχή.
Το Μέτσοβο κατάφερε να ξεπεράσει αυτή την κρίση το έτος 1659, όταν ο Σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ’ χορήγησε στους Μετσοβίτες νέα προνόμια, τα οποία, κατά τη λαϊκή παράδοση, αποδίδονται στον Κυριάκο Φλόκα. Η πόλη του Μετσόβου και οι γειτονικοί οικισμοί Μαλακάσι, Μηλιά, Ανήλιο, Βοτονόσι και Ανθοχώρι αποτέλεσαν ένα είδος ομοσπονδίας, μία αυτόνομη δημοκρατική πολιτεία μέσα στην απολυταρχική οθωμανική αυτοκρατορία.
Τα προνόμια αυτά συνέβαλαν στην εντυπωσιακή δημογραφική ανάπτυξη του Μετσόβου. Κάτοικοι από την Πρεμετή, το Αργυρόκαστρο, τα Άγραφα, τα Γρεβενά και την Ιταλία εγκαταστάθηκαν στο Μέτσοβο. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκε στο Μέτσοβο τραπεζικό γραφείο με ανταποκριτές σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, όπως το Λιβόρνο, τη Βιέννη, την Αλεξάνδρεια, την Οδησσό και το Βουκουρέστι. Μάλιστα, το 1719, οι Γάλλοι έκτισαν τεράστια αποθήκη στο Μέτσοβο για τη συγκέντρωση και διαφύλαξη κτηνοτροφικών προϊόντων που εξάγονταν στη Γαλλία. Το Μέτσοβο υψώνεται σε σπουδαίο βιοτεχνικό, εμπορικό και οικονομικό κέντρο, ενώ αναπτύχθηκε η βιοτεχνία της καποτοποιίας, η υφαντική, η ραπτική, η πλεκτική και η κατασκευή σπαθιών. Επιπλέον, το 1700 ιδρύεται ιδιοσυντήρητο Ελληνικό σχολείο, στο οποίο δίδαξαν οι επιφανέστεροι δάσκαλοι των ελληνικών γραμμάτων και αποτέλεσε εστία καλλιέργειας του εθνικού φρονήματος και του πατριωτικού πνεύματος.
Οι Μετσοβίτες, με τη βοήθεια των ισχυρών συμπατριωτών τους της Κωνσταντινούπολης, ανανέωναν τα προνόμια αυτά με κάθε αλλαγή Σουλτάνου, με σκοπό να περιφρουρήσουν την αυτονομία τους από τις αυθαιρεσίες των ομόρων Βαλήδων, Κατήδων και Βεηλερβέηδων, οι οποίοι σε κάθε αλλαγή Σουλτάνου καιροφυλακτούσαν για να περιορίσουν ή ακόμα και να εκμηδενίσουν την ισχύ των τοπικών προνομίων.Την περίοδο αυτή οι περισσότερες οικογένειες του Μετσόβου ασχολούνταν με την επεξεργασία του μαλλιού, την κατασκευή ταπήτων και ειδών ρουχισμού. Η τυροκομική γνώριζε τεράστια ανάπτυξη και οι Μετσοβίτες τυρέμποροι χρησιμοποιούσαν ειδικούς τεχνίτες οι οποίοι στέλνονταν και μάθαιναν την τέχνη κατασκευής του τυριού στην Ιταλία, κυρίως στη Σαρδηνία. Το τυρί “κασκαβάλι” παραγόταν στην περιοχή του Μετσόβου και εξαγόταν στην Ιταλία.
Παράλληλα, πολλοί κάτοικοι του Μετσόβου ξενιτεύονται, επιλέγοντας είτε να δουλεύουν ως εργάτες και τεχνίτες, είτε έφευγαν ως εκπρόσωποι των μετσοβίτικων εμπορικών και βιοτεχνικών εταιριών στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στη Ρωσία και στις μεσογειακές χώρες.
Ιδιαίτερα ονομαστοί Μετσοβίτες τεχνίτες ήταν οι σιδηρουργοί, οι (περιπλανώμενοι) χτίστες, οι ξυλουργοί και οι ξυλόγλυπτες. Αρκετοί ασχολούνταν με τη βιοτεχνία της βαρελοποιίας και της σαμαροποιίας και εφοδίαζαν τις αγορές των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας, της Άρτας, των Τρικάλων, των Φιλιατών, της Λάρισας, της Καρδίτσας, των Φαρσάλων και άλλων πόλεων, ενώ ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε η χρυσοχοΐα και η αργυροχοΐα.
Την εποχή της ακμής, οι Μετσοβίτες έμποροι διέθεταν εμπορικούς οίκους στη Βενετία, στη Νεάπολη, στην Τεργέστη, στη Μασσαλία, στη Βιέννη, στη Μόσχα, στην Οδησσό, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στον πλούσιο κατάλογο των Μετσοβιτών μεγαλεμπόρων του εξωτερικού καταγράφονται ο Ιωάννης Στάνος στη Βενετία (1690), οι αδελφοί Τζαρτζούλη στη Βιέννη και ο Κωνσταντίνος Φουρνίγκας στη Ρωσία. Πολλοί Μετσοβίτες αναδείχθηκαν μεγάλοι γουνέμποροι. Ανάμεσα τους δεσπόζουν οι Γ. Μετσοβίτης, Κυρ. Τοσίτσας, Αναστ. Τοσίτσας και οι γιοι του Μιχαήλ, Θεόδωρος, Νικόλας, Κωνσταντίνος, οι οποίοι έδρασαν στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στις Σέρρες, στην Αλεξάνδρεια και στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Στα Τρίκαλα δραστηριοποιήθηκαν οι Μετσοβίτες γουναράδες Α. Πρεμέτης, Μητράκος Πρεμέτης και Απόστ. Πρεμέτης.
Επιπλέον, με την εκμετάλλευση και των φορολογικών προνομίων, και συγκεκριμένα την κατάργηση του προβατονόμιου, του φόρου νομής των προβάτων, αναπτύχθηκε στο Μέτσοβο ιδιαίτερα και ο κλάδος της κτηνοτροφίας. Υπολογίζεται ότι το 1753 το Μέτσοβο, το Ανήλιο, το Βοτονόσι, το Μαλακάσι, η Κουτσούφλιανη και η Μηλιά είχαν 30.000 γιδοπρόβατα και 2.000 βόδια (βοοειδή).
Τα προνόμια καταργήθηκαν το 1795 από τον Αλή πασά. Στα χρόνια που ακολούθησαν εξαπλασίασε τη φορολογία, υποχρέωσε την κοινότητα να διατηρεί αλβανική φρουρά, καθώς και αχθοφόρους για να μεταφέρουν τους ανθρώπους και τα ζώα της εξουσίας του κατά τη διάρκεια του χειμώνα από τη διάβαση του Ζυγού.
Μετά την πτώση του Αλή, ακολούθησε μία ταραχώδης περίοδος, η οποία κορυφώθηκε με την τρομερή καταστροφή του οικισμού, γνωστή ως «ο χαλασμός του Γρίβα». Ο θλιβερός απολογισμός ήταν η φορολογία των κατοίκων με τρεις χιλιάδες χρυσές λίρες και η πλήρης καταστροφή τετρακοσίων σπιτιών από την πυρκαγιά. Η συνολική αξία των διαρπαγέντων κινητών υπολογίστηκε σε 500.000 γρόσια, η δε συνολική καταστροφή σε 20.000.000 γρόσια. Το Μέτσοβο σχεδόν ερημώθηκε και η πλειοψηφία των κατοίκων μετανάστευσε σ’ άλλες περιοχές.
Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) και την προώθηση των ελληνοτουρκικών συνόρων στη γραμμή Μέτσοβο – Μαλακάσι, τα τελωνειακά εμπόδια στο Ζυγό ματαίωσαν κάθε ελπίδα αναζωογόνησης του εμπορίου της περιοχής.
Η απελευθέρωση του Μετσόβου έγινε τον Οκτώβριο του 1912 από δυνάμεις του τακτικού Ελληνικού στρατού, των Κρητών εθελοντών προσκόπων και των Hπειρωτών εθελοντών, ενώ ήταν καθοριστική για τη γενικότερη έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα, αφού με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζονταν η αποστολή νέων δυνάμεων και μέσων διατροφής προς την πόλη των Ιωαννίνων.
Μετά την απελευθέρωση, το Μέτσοβο άρχισε να παρακμάζει αφενός γιατί το εμπόριο μετατοπίστηκε στις αγορές των Ιωαννίνων και των Τρικάλων, αφετέρου λόγω της απώλειας των εισοδημάτων από τα κληροδοτήματα, ως συνέπεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ωστόσο, στην κρίσιμη αυτή περίοδο, εμφανίζεται ο μεγάλος ευεργέτης του Μετσόβου Βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας, ο οποίος ορίζει ως ισόβιο διαχειριστή της διαθήκης του τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Το Ίδρυμα Τοσίτσα ιδρύθηκε το 1948 από τον ίδιο τον ευεργέτη που άφησε για το σκοπό αυτό το μυθικό για εκείνη την εποχή ποσό του 1.730.000 δολαρίων. Η ορεινή και προβληματική περιοχή δέχτηκε την πολύπλευρη και πολυδιάστατη συμβολή του Ιδρύματος, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των πολύτιμων και αξιόλογων πολιτιστικών και λαϊκών στοιχείων της, πρωτοβουλίες που επεκτείνονται στην ανάπτυξη της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και γενικότερα στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
Η πρόοδος που σημειώθηκε στο Μέτσοβο μετά την καταστροφή του 1854 οφείλεται κυρίως στους πολλούς ευεργέτες που ανέδειξε η πόλη, οι οποίοι δεν περιόρισαν την ευεργετική τους δράση μονάχα στο Μέτσοβο αλλά και σε πανελλήνια κλίμακα. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ο Μετσοβίτης νεομάρτυς Νικόλαος, οι Διδάσκαλοι του Γένους Νικόλαος Τζαρτζούλης, Παρθένιος Κατζιούλης, Δημήτριος Βαρδάκας, Τρύφων ο ιερομόναχος Αδάμ Τσαπέκος, οι Εθνικοί Ευεργέτες Γεώργιος Αβέρωφ, Νικόλαος Στουρνάρας, Μιχαήλ Τοσίτσας, Τριαντάφυλλος Τσουμάγκας, Κυριάκος Φλόκας, Βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας, οι Εθνικοί αγωνιστές Δημήτριος Ίπατρος, Αναστάσιος Μανάκης, Ιωάννης Γκαδέλος, Απόστολος Χατζής, Δημήτριος Ζαμάνης και ο πολιτικός Ευάγγελος Αβέρωφ Τοσίτσας.
Κοντολογίς, το Μέτσοβο ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τη γεωγραφική του θέση και την συνεπαγόμενη στρατηγική του σημασία. Αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα δερβένια (derbend) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού εξασφάλιζε στην οθωμανική διοίκηση την άνετη και ασφαλή μετακίνηση των στρατευμάτων της από την Ήπειρο προς Θεσσαλία, Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη και αντίστροφα δια μέσου του μοναδικού, και για το λόγο αυτό ιδιαίτερα σημαντικού, οδικού περάσματος του Ζυγού. Αποτελούσε σημαντικότατο κέντρο για τις επικοινωνίες, τις μεταφορές και τη διέλευση κρατικών αξιωματούχων και στρατευμάτων. Αυτό συντέλεσε στην απόκτηση προνομίων από το οθωμανικό κράτος που λειτούργησαν ευνοϊκά προς την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξής του.
Σήμερα, το Μέτσοβο είναι ένα πρότυπο ημιαστικό κέντρο με υψηλό βιοτικό επίπεδο, εντυπωσιακή τουριστική κίνηση και ικανοποιητική ποιότητα ζωής. Στα νεότερα χρόνια η κτηνοτροφία μειώθηκε και την οικονομία της περιοχής τόνωσαν οι τουριστικές δραστηριότητες αλλά και η βιοτεχνική παραγωγή.